- ῥομβηδόν
- ῥομβ-ηδόν, Adv.A like a ῥόμβος, Man.4.108.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥομβηδόν — like a indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρομβηδόν — Α επίρρ. σαν ρόμβος, στριφογυρίζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόμβος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek